Βεβαιότητα στα τούρκικα
Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesinlik, kesin, kesinliği, bir kesinlik, belirlilik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα
βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, βεβαιότητα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βδελυρός στα τούρκικα - müstehcen, iğrenç, tiksindirici, korkunç, çirkin, iğrenç bir, korkunç bir
- βεβαίως στα τούρκικα - kesin, muhakkak, emin, kati, kesinlikle, şüphesiz, elbette, ...
- βεβαιώνομαι στα τούρκικα - sağlamak, sağlamlaştırmak, Ben, I, ı, bir
- βεβαιώνω στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, sağlamak, onaylamak, tasdik, belgelemek, onaylarım, belgelendirmek
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesinlik, kesin, kesinliği, bir kesinlik, belirlilik
Μεταφράσεις: kesinlik, kesin, kesinliği, bir kesinlik, belirlilik