Βεβαιότητα στα ισπανικά
Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
certidumbre, certeza, seguridad, la seguridad, certeza de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα
βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας ισπανικά, βεβαιότητα στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- βδελυρός στα ισπανικά - abominable, detestable, repugnante, horrible, espantoso, espantosa, terrible, ...
- βεβαίως στα ισπανικά - ciertamente, duda, sin duda, seguramente, desde luego
- βεβαιώνομαι στα ισπανικά - asegurar, afianzar, garantir, me aseguro de, me aseguro, me aseguro de que, puedo asegurarme de, ...
- βεβαιώνω στα ισπανικά - confirmar, aseverar, asegurar, afirmar, garantir, afianzar, certificar, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: certidumbre, certeza, seguridad, la seguridad, certeza de
Μεταφράσεις: certidumbre, certeza, seguridad, la seguridad, certeza de