Βεβαιότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
certeza, segurança, a segurança, certeza de, a certeza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα
βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βεβαιότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βδελυρός στα πορτογαλικά - abominável, repugnante, hediondo, medonho, horrível, hedionda, terrível
- βεβαίως στα πορτογαλικά - certamente, certeza, sem dúvida
- βεβαιώνομαι στα πορτογαλικά - Ter certeza de que, Ter certeza de, eu ter certeza, eu me certifico, eu me certificar
- βεβαιώνω στα πορτογαλικά - assegurar, afirmar, confirmar, assegure, atestar, certificar, certifica, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: certeza, segurança, a segurança, certeza de, a certeza
Μεταφράσεις: certeza, segurança, a segurança, certeza de, a certeza