Βεβαιότητα στα ιταλικά

Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sicurezza, certezza, certezza del, la certezza, la certezza del
Βεβαιότητα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα

βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, βεβαιότητα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βδελυρός στα ιταλικά - odioso, ripugnante, orribile, abominevole, ributtante, orrendo, orrenda
  • βεβαίως στα ιταλικά - certamente, ovvio, sicuramente, certo, di certo, senz'altro
  • βεβαιώνομαι στα ιταλικά - garantire, assicurare, mi assicuro, faccio in modo, mi assicuro che, mi accerto, mi assicurarsi
  • βεβαιώνω στα ιταλικά - affermare, rassicurare, garantire, assicurare, confermare, asserire, certificare, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sicurezza, certezza, certezza del, la certezza, la certezza del