Βεβαιότητα στα ισλανδικά
Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullvissa, vissu, vissa, víst, öruggt, fullvissu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα
βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βεβαιότητα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βδελυρός στα ισλανδικά - hideous, ljót
- βεβαίως στα ισλανδικά - vissulega, örugglega, sannarlega, svo sannarlega
- βεβαιώνομαι στα ισλανδικά - ég, I, sem ég, að ég
- βεβαιώνω στα ισλανδικά - fullyrða, votta, sannreynt, staðfesta, staðfesti, að votta
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fullvissa, vissu, vissa, víst, öruggt, fullvissu
Μεταφράσεις: fullvissa, vissu, vissa, víst, öruggt, fullvissu