Βιαστικός στα δανικά

Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhastet, forhastede, hastige, hastig, overilet
Βιαστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιαστικός

βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, βιαστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βιαιοπραγία στα δανικά - angribe, batteri, batteriet, batteriets, batterier
  • βιασμός στα δανικά - voldtægt, raps, rybs-, rybsfrø, raps-
  • βιασύνη στα δανικά - hast, rush, kapløb, haste, suset, travlt
  • βιβλίο στα δανικά - bind, bog, bestille, bogen, book, book i
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forhastet, forhastede, hastige, hastig, overilet