Βιαστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паспешны, паспешлівую
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιαστικός
βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βιαστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βιαιοπραγία στα λευκορωσικά - акумулятар
- βιασμός στα λευκορωσικά - згвалтаванне, згвалтаваньне, згвалтавання, гвалт
- βιασύνη στα λευκορωσικά - парыў, імпэт, павеў, парыванне
- βιβλίο στα λευκορωσικά - кнiга, кніга
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: паспешны, паспешлівую
Μεταφράσεις: паспешны, паспешлівую