Βιαστικός στα ρουμανικά

Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pripit, pripită, pripite, grabă, grăbit
Βιαστικός στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιαστικός

βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βιαστικός στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • βιαιοπραγία στα ρουμανικά - viol, asalt, ataca, baterie, acumulator, bateriei, a bateriei, ...
  • βιασμός στα ρουμανικά - viol, rapiță, violul, de rapiță, violului
  • βιασύνη στα ρουμανικά - grabă, papură, graba, de vârf, goana
  • βιβλίο στα ρουμανικά - carte, biblia, cartea, de carte, carte de, de cazare sejur
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: pripit, pripită, pripite, grabă, grăbit