Βιαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haastig, overhaaste, haastige, overhaast, gehaast
Βιαστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιαστικός

βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βιαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βιαιοπραγία στα ολλανδικά - stormloop, aanranden, bestorming, aanval, charge, aantasten, tackelen, ...
  • βιασμός στα ολλανδικά - verkrachten, verkrachting, koolzaad, raapzaad, verkrachtingen, van verkrachting
  • βιασύνη στα ολλανδικά - aandrang, spoed, dringen, haast, vaart, haastigheid, ijl, ...
  • βιβλίο στα ολλανδικά - scenario, boeken, bestellen, reserveren, aanvragen, script, boek, ...
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: haastig, overhaaste, haastige, overhaast, gehaast