Βιαστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aceleci, acele, acele bir, aceleci bir, hasty
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιαστικός
βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, βιαστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βιαιοπραγία στα τούρκικα - saldırı, saldırmak, pil, akü, batarya, pilin, pili
- βιασμός στα τούρκικα - kolza, tecavüz, kanola, rape, tecavüzün
- βιασύνη στα τούρκικα - acele, rush, hücum, telaş, koşuşturma
- βιβλίο στα τούρκικα - kitap, Book, kitabı, defteri, defter
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aceleci, acele, acele bir, aceleci bir, hasty
Μεταφράσεις: aceleci, acele, acele bir, aceleci bir, hasty