Βιαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избрзани, избрзана, пребрзо, непромислен, брзи
Βιαστικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιαστικός

βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βιαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • βιαιοπραγία στα σλαβομακεδονικά - силувањето, батерија, батеријата, батерии, на батеријата, батериите
  • βιασμός στα σλαβομακεδονικά - силувањето, силување, силувања, за силување, репка
  • βιασύνη στα σλαβομακεδονικά - брзање, треска, Раш, сообраќаен, наплив
  • βιβλίο στα σλαβομακεδονικά - библија, книгата, книга, книги
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: избрзани, избрзана, пребрзо, непромислен, брзи