Βιαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frettoloso, affrettata, frettolosa, affrettato, affrettate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιαστικός
βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, βιαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- βιαιοπραγία στα ιταλικά - attacco, assalto, assalire, aggredire, aggressione, assaltare, batteria, ...
- βιασμός στα ιταλικά - stupro, stuprare, colza, stupri, lo stupro, di colza
- βιασύνη στα ιταλικά - premura, furia, volare, affollamento, fretta, sollecitare, corsa, ...
- βιβλίο στα ιταλικά - prenotare, registrare, libro, riservare, Prenota, book, libro di
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: frettoloso, affrettata, frettolosa, affrettato, affrettate
Μεταφράσεις: frettoloso, affrettata, frettolosa, affrettato, affrettate