Βουρκωμένος στα δανικά
Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
diset, misty, tåget, tågede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος
βουρκωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, βουρκωμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- βουλώνω στα δανικά - caulk, fugemasse, kalfatring, tætningsmasse, CALC
- βουνό στα δανικά - bjerg, Mountain, bjerget, bjergene, bjerge
- βουρτσίζω στα δανικά - børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
- βουτώ στα δανικά - stjæle, dykke, synke, submerse, Dyp, nedsænke, neddyppes, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: diset, misty, tåget, tågede
Μεταφράσεις: diset, misty, tåget, tågede