Βύσμα στα δανικά
Μετάφραση: βύσμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stik, plug, stikket, prop, proppen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βύσμα
βύσμα τροφοδοσίας laptop, βύσμα ακουστικων, βύσμα τηλεόρασης, βύσμα rca, βύσμα 3.5mm, βύσμα λεξικό γλώσσας δανικά, βύσμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- βότσαλο στα δανικά - rullesten, sten, småsten, pebble, grus
- βύθισμα στα δανικά - drag, udkast, udkast til, udkastet, udkastet til, forslag
- βώλος στα δανικά - stykke, masse, bolus, bolusinjektion, bolusen
- γάζα στα δανικά - gaze, trådvæv, gazebind, drejervævet, gazen
Τυχαίες λέξεις
Βύσμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stik, plug, stikket, prop, proppen
Μεταφράσεις: stik, plug, stikket, prop, proppen