Βύσμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: βύσμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafmagnskló, stinga, tappi, viðbót, Plug, viðbætur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βύσμα
βύσμα τροφοδοσίας laptop, βύσμα ακουστικων, βύσμα τηλεόρασης, βύσμα rca, βύσμα 3.5mm, βύσμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βύσμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βότσαλο στα ισλανδικά - Pebble, steinvala
- βύθισμα στα ισλανδικά - ádráttur, drög, drög að, drögin, uppkast, ina drög
- βώλος στα ισλανδικά - bolus, stökum, hleðsluskammtur, hleðsluskammt, stakri
- γάζα στα ισλανδικά - grisja, grisjur, grisju
Τυχαίες λέξεις
Βύσμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rafmagnskló, stinga, tappi, viðbót, Plug, viðbætur
Μεταφράσεις: rafmagnskló, stinga, tappi, viðbót, Plug, viðbætur