Βύσμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: βύσμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відважно, пробка, вилка, виделка, качана
Βύσμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βύσμα

βύσμα τροφοδοσίας laptop, βύσμα ακουστικων, βύσμα τηλεόρασης, βύσμα rca, βύσμα 3.5mm, βύσμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βύσμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βότσαλο στα ουκρανικά - крити, дранка, вивіска, ґонт, галька
  • βύθισμα στα ουκρανικά - нитка, шашка, розтягання, відбір, упряж, нитку, проект, ...
  • βώλος στα ουκρανικά - згусток, грудка, шия, пілюля, пігулка, таблетка
  • γάζα στα ουκρανικά - марля, димку, газ, марлі
Τυχαίες λέξεις
Βύσμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відважно, пробка, вилка, виделка, качана