Βύσμα στα πολωνικά

Μετάφραση: βύσμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wkrętka, szpunt, korek, czopować, zatykać, tamponować, czop, prymka, zatyczka, wtyczka, zaślepka, stoper
Βύσμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βύσμα

βύσμα τροφοδοσίας laptop, βύσμα ακουστικων, βύσμα τηλεόρασης, βύσμα rca, βύσμα 3.5mm, βύσμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βύσμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βότσαλο στα πολωνικά - garsonka, kamyk, żwir, gont, otoczak, żwirowa, żwirkowa
  • βύθισμα στα πολωνικά - łyk, ciąg, wyporność, przeciąg, zanurzenie, przewiew, haust, ...
  • βώλος στα πολωνικά - niedołęga, skawalać, kłoda, grudka, pętać, zasypać, guz, ...
  • γάζα στα πολωνικά - gaza, z gazy, gauze, użyć siatki, gazę
Τυχαίες λέξεις
Βύσμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wkrętka, szpunt, korek, czopować, zatykać, tamponować, czop, prymka, zatyczka, wtyczka, zaślepka, stoper