Βύσμα στα εσθονικά

Μετάφραση: βύσμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
stopper, punn, pidaja, pistik, prunt, plug, pistiku, pistikupesa, pistikut
Βύσμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βύσμα

βύσμα τροφοδοσίας laptop, βύσμα ακουστικων, βύσμα τηλεόρασης, βύσμα rca, βύσμα 3.5mm, βύσμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, βύσμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βότσαλο στα εσθονικά - sindel, katuselaast, munakas, veerkivi, pebble, kruusakivi, Kivi
  • βύθισμα στα εσθονικά - süvis, sõõm, lonks, eelnõu, projekt, eelnõud, eelnõus
  • βώλος στα εσθονικά - mühkam, kamakas, tükk, mühakas, klomp, boolusena, bolus, ...
  • γάζα στα εσθονικά - gaasriie, marli, võrk, ažuurne riie, ažuurne, alumiiniumtraadist võrk
Τυχαίες λέξεις
Βύσμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: stopper, punn, pidaja, pistik, prunt, plug, pistiku, pistikupesa, pistikut