Γήινος στα δανικά

Μετάφραση: γήινος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jordisk, jordiske, på jorden, den jordiske, det jordiske
Γήινος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γήινος

γήινος φλοιός, γήινος μαγνητισμός, γήινος άγγελος, γήινος λεξικό γλώσσας δανικά, γήινος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γέρος στα δανικά - gammel, gamle, gammelt, old, ældre
  • γέφυρα στα δανικά - bro, Bridge, broen
  • γήρανση στα δανικά - aldring, aldrende, aging, ældning, ældre
  • γίγαντας στα δανικά - gigant, kæmpe, giant, gigantiske, gigantisk
Τυχαίες λέξεις
Γήινος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jordisk, jordiske, på jorden, den jordiske, det jordiske