Γήινος στα ιταλικά
Μετάφραση: γήινος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
terreno, terrestre, terrena, terrene
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήινος
γήινος φλοιός, γήινος μαγνητισμός, γήινος άγγελος, γήινος λεξικό γλώσσας ιταλικά, γήινος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γέρος στα ιταλικά - antico, anziano, vecchio, vecchia, vecchi, antica
- γέφυρα στα ιταλικά - ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti
- γήρανση στα ιταλικά - invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento
- γίγαντας στα ιταλικά - orco, gigante, gigantesco, gigantesca, giganti, colosso
Τυχαίες λέξεις
Γήινος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: terreno, terrestre, terrena, terrene
Μεταφράσεις: terreno, terrestre, terrena, terrene