Γενικά στα δανικά

Μετάφραση: γενικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
generelt, normalt, almindelighed, i almindelighed, almindeligvis
Γενικά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικά

γενικά αρχεία του κράτους, γενικά συνώνυμα, γενικά κληροδοτήματα υπέρ της εκπαιδεύσεως, γενικά αρχεία του κράτουσ ιωάννινα, γενικά αρχεία του κράτους μαγνησίας, γενικά λεξικό γλώσσας δανικά, γενικά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γενετικός στα δανικά - genetiske, genetisk, den genetiske
  • γενιά στα δανικά - generation, generation af, produktion, generations, generering
  • γενική στα δανικά - genitiv, generelt, generel, generelle, almindelige, almindelighed
  • γενικός στα δανικά - hel, generel, general, almindelig, generelt, generelle, almindelige, ...
Τυχαίες λέξεις
Γενικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: generelt, normalt, almindelighed, i almindelighed, almindeligvis