Γενικά στα ισλανδικά

Μετάφραση: γενικά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennt, yfirleitt, venjulega, jafnaði, að jafnaði
Γενικά στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικά

γενικά αρχεία του κράτους, γενικά συνώνυμα, γενικά κληροδοτήματα υπέρ της εκπαιδεύσεως, γενικά αρχεία του κράτουσ ιωάννινα, γενικά αρχεία του κράτους μαγνησίας, γενικά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γενικά στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γενετικός στα ισλανδικά - erfðafræðilega, erfðaefni, erfða, erfðafræðilegar, erfðafræðileg
  • γενιά στα ισλανδικά - liður, kynslóð, kynslóðar, kynslóðin
  • γενική στα ισλανδικά - almennt, almenn, almenna, almennur, almennra
  • γενικός στα ισλανδικά - almennur, almennt, almenn, almenna, almennra
Τυχαίες λέξεις
Γενικά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: almennt, yfirleitt, venjulega, jafnaði, að jafnaði