Γενικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: γενικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorgaans, gewoonlijk, algemeen, over het algemeen, in het algemeen, het algemeen
Γενικά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικά

γενικά αρχεία του κράτους, γενικά συνώνυμα, γενικά κληροδοτήματα υπέρ της εκπαιδεύσεως, γενικά αρχεία του κράτουσ ιωάννινα, γενικά αρχεία του κράτους μαγνησίας, γενικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γενικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γενετικός στα ολλανδικά - genetisch, genetische, de genetische, erfelijke, van genetische
  • γενιά στα ολλανδικά - geslacht, generatie, genereren, opwekking, productie
  • γενική στα ολλανδικά - algemeen, het algemeen, generaal, algemene, General
  • γενικός στα ολλανδικά - volslagen, volkomen, geheel, universeel, algeheel, algemeen, gans, ...
Τυχαίες λέξεις
Γενικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doorgaans, gewoonlijk, algemeen, over het algemeen, in het algemeen, het algemeen