Διαβλέπω στα δανικά

Μετάφραση: διαβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdage, erkende, jeg ser, ser jeg, jeg kan se, min mening
Διαβλέπω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβλέπω

διαβλέπω ετυμολογια, διαβλέπω λεξικο, διαβλέπω ορισμός, διαβλέπω βικιπαιδεια, διαβλέπω συνωνυμο, διαβλέπω λεξικό γλώσσας δανικά, διαβλέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαβιβάζω στα δανικά - transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender
  • διαβιβαστής στα δανικά - speditør, speditøren, forwarder, udkørselsmaskine, disponent
  • διαβολή στα δανικά - bagvaskelse, bagtalelse, bagtale, sladder, injurier
  • διαβολικός στα δανικά - drilske, impish, skælmsk, skælmske, gavtyveagtig
Τυχαίες λέξεις
Διαβλέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opdage, erkende, jeg ser, ser jeg, jeg kan se, min mening