Διαβλέπω στα ιταλικά

Μετάφραση: διαβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percepire, avvertire, vedo, che vedo, io vedo, Capisco, non vedo
Διαβλέπω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβλέπω

διαβλέπω ετυμολογια, διαβλέπω λεξικο, διαβλέπω ορισμός, διαβλέπω βικιπαιδεια, διαβλέπω συνωνυμο, διαβλέπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαβλέπω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαβιβάζω στα ιταλικά - portare, recare, trasmettere, trasmette, trasmissione, trasmettono, la trasmissione
  • διαβιβαστής στα ιταλικά - mittente, trasmittente, trasmettitore, spedizioniere, forwarder, inoltro, d'inoltro, ...
  • διαβολή στα ιταλικά - calunnia, diffamazione, calunnie, calunniare, la calunnia
  • διαβολικός στα ιταλικά - odioso, impish, birichino, malizioso, sbarazzino, birichina
Τυχαίες λέξεις
Διαβλέπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: percepire, avvertire, vedo, che vedo, io vedo, Capisco, non vedo