Διατάζω στα δανικά

Μετάφραση: διατάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommando, beherske, styre, befaling, ordre, jeg bestiller, jeg bestille, bestiller jeg, jeg beordrer, jeg for
Διατάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατάζω

διατάζω συνώνυμο, διατάζω συνώνυμα, διατάζω λεξικό γλώσσας δανικά, διατάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διασχίζω στα δανικά - kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse
  • διασώζω στα δανικά - spare, beholde, redde, redning, rednings-, en redning, undsætning, ...
  • διατάσσω στα δανικά - påbyde, pålægger, pålægge, påbyder, indskærpe
  • διατήρηση στα δανικά - bevaring, bevarelse, beskyttelse, bevarelsen, bevare
Τυχαίες λέξεις
Διατάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kommando, beherske, styre, befaling, ordre, jeg bestiller, jeg bestille, bestiller jeg, jeg beordrer, jeg for