Ελιά στα δανικά

Μετάφραση: ελιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oliven, oliventræ, olive, olivenolie, oliven-, olivenpresserester
Ελιά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελιά

ελιά πασοκ, ελιά κόμμα, ελιά δημοκρατική παράταξη, ελιά δέντρο, ελιά λεμόνι μπότσαρη, ελιά λεξικό γλώσσας δανικά, ελιά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ελευθερώνω στα δανικά - rydde, lys, klar, tydelig, frigivelse, release, overgang, ...
  • ελεύθερα στα δανικά - gratis, fri, frie, frit, løs
  • ελιγμός στα δανικά - manøvre, spillerum, handlefrihed, manøvren, manøvrere
  • ελικοειδής στα δανικά - spiralformet, spiralformede, skrueformet, skrueformede, skruelinieformet
Τυχαίες λέξεις
Ελιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oliven, oliventræ, olive, olivenolie, oliven-, olivenpresserester