Ελιά στα πολωνικά
Μετάφραση: ελιά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oliwa, oliwka, oliwkowy, oliwny, oliwek, z oliwek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελιά
ελιά πασοκ, ελιά κόμμα, ελιά δημοκρατική παράταξη, ελιά δέντρο, ελιά λεμόνι μπότσαρη, ελιά λεξικό γλώσσας πολωνικά, ελιά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ελευθερώνω στα πολωνικά - pełny, klarowny, sprzątać, odblokować, przejrzyście, wolny, oczywisty, ...
- ελεύθερα στα πολωνικά - dowolnie, chętnie, swobodnie, luzem, wolno, wolny, bezpłatny, ...
- ελιγμός στα πολωνικά - manewr, manewrować, posunięcie, ruch, manewru, manewrem
- ελικοειδής στα πολωνικά - kręty, spiralny, ślimakowaty, spirala, zwojowy, śrubowaty, śrubowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελιά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: oliwa, oliwka, oliwkowy, oliwny, oliwek, z oliwek
Μεταφράσεις: oliwa, oliwka, oliwkowy, oliwny, oliwek, z oliwek