Εμβρόντητος στα δανικά

Μετάφραση: εμβρόντητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stum, bedøvet, bedøves, lamslået, ulykkelig efter, ulykkelig
Εμβρόντητος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβρόντητος

εμβρόντητος σημασια, εμβρόντητος συνώνυμο, εμβρόντητος συνωνυμα, εμβρόντητος λεξικό γλώσσας δανικά, εμβρόντητος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμβολιασμός στα δανικά - vaccination, vaccinationen, vaccineret
  • εμβροντησία στα δανικά - stupor, sløvhed, døs, feberdøs, sans og samling
  • εμβόλιο στα δανικά - vaccine, vaccinen, vacciner
  • εμείς στα δανικά - vi, at vi
Τυχαίες λέξεις
Εμβρόντητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stum, bedøvet, bedøves, lamslået, ulykkelig efter, ulykkelig