Εμβρόντητος στα ιταλικά
Μετάφραση: εμβρόντητος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muto, stordito, storditi, sbalordito, stupito, stordita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβρόντητος
εμβρόντητος σημασια, εμβρόντητος συνώνυμο, εμβρόντητος συνωνυμα, εμβρόντητος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμβρόντητος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εμβολιασμός στα ιταλικά - vaccinazione, la vaccinazione, di vaccinazione, vaccinazioni, vaccinazione di
- εμβροντησία στα ιταλικά - meraviglia, stupore, torpore, stupor, stordimento, stato di torpore
- εμβόλιο στα ιταλικά - vaccinazione, vaccino, vaccini, vaccino contro, il vaccino, del vaccino
- εμείς στα ιταλικά - noi, abbiamo, ci, siamo, che
Τυχαίες λέξεις
Εμβρόντητος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: muto, stordito, storditi, sbalordito, stupito, stordita
Μεταφράσεις: muto, stordito, storditi, sbalordito, stupito, stordita