Εμβρόντητος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εμβρόντητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudo, calado, aturdido, atordoado, surpreendeu, atordoados, chocado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβρόντητος
εμβρόντητος σημασια, εμβρόντητος συνώνυμο, εμβρόντητος συνωνυμα, εμβρόντητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμβρόντητος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εμβολιασμός στα πορτογαλικά - vacinação, a vacinação, de vacinação, vacinação de, vacina
- εμβροντησία στα πορτογαλικά - estupor, torpor, stupor, letargia, entorpecimento
- εμβόλιο στα πορτογαλικά - vacina, férias, vacina contra, vacina de, da vacina, de vacina
- εμείς στα πορτογαλικά - nós, saída, que, nos, temos, que nós
Τυχαίες λέξεις
Εμβρόντητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mudo, calado, aturdido, atordoado, surpreendeu, atordoados, chocado
Μεταφράσεις: mudo, calado, aturdido, atordoado, surpreendeu, atordoados, chocado