Εμβρόντητος στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμβρόντητος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bežadis, priblokštas, apstulbintas, pribloškė, apsvaiginami, apsvaiginamos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβρόντητος
εμβρόντητος σημασια, εμβρόντητος συνώνυμο, εμβρόντητος συνωνυμα, εμβρόντητος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμβρόντητος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμβολιασμός στα λιθουανικά - vakcinacija, skiepijimas, vakcinacijos, skiepijimo, vakcinavimas
- εμβροντησία στα λιθουανικά - šokas, smūgis, stuporas, sustingimas, nustėrimas, Apstulbums, Otępienie
- εμβόλιο στα λιθουανικά - vakcina, vakcinos, vakciną, vakcinų
- εμείς στα λιθουανικά - mes, mums, mūsų, turime
Τυχαίες λέξεις
Εμβρόντητος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bežadis, priblokštas, apstulbintas, pribloškė, apsvaiginami, apsvaiginamos
Μεταφράσεις: bežadis, priblokštas, apstulbintas, pribloškė, apsvaiginami, apsvaiginamos