Ενσαρκώνω στα δανικά

Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inkarneret, inkarnerede, inkarnere, inkarnerer, skinbarlige
Ενσαρκώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω

ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ενσαρκώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενοχοποιώ στα δανικά - indblande, implicere, inddrage, implicerer, sin kritik
  • ενσάρκωση στα δανικά - inkarnation, inkarnationen, inkarnations
  • ενσπείρω στα δανικά - så, indgyde, indpode, bibringe, indgyder
  • ενσταλάζω στα δανικά - indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inkarneret, inkarnerede, inkarnere, inkarnerer, skinbarlige