Ενσαρκώνω στα κροατικά

Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oličiti, otjelovljen, utjelovljeni, utjelovio, utjelovljena
Ενσαρκώνω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω

ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας κροατικά, ενσαρκώνω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ενοχοποιώ στα κροατικά - optužiti, umiješati, uplesti, implicirati, impliciraju, ukazuju na ulogu
  • ενσάρκωση στα κροατικά - oličenje, utjelovljenje, ovaploćenje, inkarnacija, utjelovljenja
  • ενσπείρω στα κροατικά - posuti, krmača, posijati, poškropiti, sijati, ulijevati, usaditi, ...
  • ενσταλάζω στα κροατικά - ubrizgati, uliti, sipati, ulijeva, ulijevaju
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: oličiti, otjelovljen, utjelovljeni, utjelovio, utjelovljena