Ενσαρκώνω στα λετονικά
Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iemiesot, iemiesots, iemiesojums, miesa, iemiesotais
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω
ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας λετονικά, ενσαρκώνω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- ενοχοποιώ στα λετονικά - iepīt, apsūdzēti, nepareizajā rīcībā bija iejauktas, iejauktas, iesaistīt
- ενσάρκωση στα λετονικά - iemiesojums, avatārs, inkarnācija, avatāru, iemiesošanās
- ενσπείρω στα λετονικά - sēt, cūka, sivēnmāte, iedvest, iedvestu, ieaudzināt, jāiedveš, ...
- ενσταλάζω στα λετονικά - uzliet, ievilkties, iedvest, infūzijas veidā
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: iemiesot, iemiesots, iemiesojums, miesa, iemiesotais
Μεταφράσεις: iemiesot, iemiesots, iemiesojums, miesa, iemiesotais