Εντρυφώ στα δανικά

Μετάφραση: εντρυφώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fryde, fryd, svælge, luxuriate, at svælge
Εντρυφώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντρυφώ

εντρυφώ λεξικο, εντρυφώ κλιση, εντρυφώ english, εντρυφώ ετυμολογία, εντρυφώ συνωνυμα, εντρυφώ λεξικό γλώσσας δανικά, εντρυφώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εντομοφάγος στα δανικά - insektædende, insectivorous
  • εντοπίζω στα δανικά - plads, punkt, plet, opdage, sted, klat, lokalisere, ...
  • εντυπωσιάζω στα δανικά - trykke, aftryk, imponere, imponerer, indtryk, at imponere, indtryk på
  • εντυπωσιακός στα δανικά - imponerende, flot
Τυχαίες λέξεις
Εντρυφώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fryde, fryd, svælge, luxuriate, at svælge