Εντρυφώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εντρυφώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
живеам во охолство, луксузираат, наслаждавам, се луксузираат, да се луксузираат
Εντρυφώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντρυφώ

εντρυφώ λεξικο, εντρυφώ κλιση, εντρυφώ english, εντρυφώ ετυμολογία, εντρυφώ συνωνυμα, εντρυφώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εντρυφώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εντομοφάγος στα σλαβομακεδονικά - insectivorous
  • εντοπίζω στα σλαβομακεδονικά - лоцира, лоцирајте, лоцирате, лоцираат, лоцирање
  • εντυπωσιάζω στα σλαβομακεδονικά - импресионираат, импресионира, ги импресионираат, ги импресионира, се импресионира
  • εντυπωσιακός στα σλαβομακεδονικά - импресивен, импресивна, импресивни, импресивната, импресивно
Τυχαίες λέξεις
Εντρυφώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: живеам во охолство, луксузираат, наслаждавам, се луксузираат, да се луксузираат