Εντρυφώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: εντρυφώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
luxuriate
Εντρυφώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντρυφώ

εντρυφώ λεξικο, εντρυφώ κλιση, εντρυφώ english, εντρυφώ ετυμολογία, εντρυφώ συνωνυμα, εντρυφώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εντρυφώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εντομοφάγος στα ισλανδικά - insectivorous
  • εντοπίζω στα ισλανδικά - eygja, finna, staðsetja, fundið, að finna, finndu
  • εντυπωσιάζω στα ισλανδικά - vekja hrifningu, heilla, komdu, besta, að vekja hrifningu
  • εντυπωσιακός στα ισλανδικά - áhrifamikill, glæsilega, frábæru, glæsilegustu, glæsilegum
Τυχαίες λέξεις
Εντρυφώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: luxuriate