Εντρυφώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: εντρυφώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarpti, Wybujać, Rozkoszować, Kupli augti
Εντρυφώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντρυφώ

εντρυφώ λεξικο, εντρυφώ κλιση, εντρυφώ english, εντρυφώ ετυμολογία, εντρυφώ συνωνυμα, εντρυφώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εντρυφώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εντομοφάγος στα λιθουανικά - vabzdžiaėdis, Vabzdžiaėdžiai, Owadożerny
  • εντοπίζω στα λιθουανικά - vieta, dėmė, įsikurti, rasti, surasti, suraskite, raskite
  • εντυπωσιάζω στα λιθουανικά - spausdinti, įteigti, įspūdį, nustebinti, įtikinti, įspūdžio
  • εντυπωσιακός στα λιθουανικά - įspūdingas, įspūdinga, įspūdingi, įspūdingai, įspūdingą
Τυχαίες λέξεις
Εντρυφώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tarpti, Wybujać, Rozkoszować, Kupli augti