Εντρυφώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: εντρυφώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насолода, задоволення, індуктивний, захоплення, захоплювати, поніжитися, поніжитись
Εντρυφώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντρυφώ

εντρυφώ λεξικο, εντρυφώ κλιση, εντρυφώ english, εντρυφώ ετυμολογία, εντρυφώ συνωνυμα, εντρυφώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εντρυφώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εντομοφάγος στα ουκρανικά - інсектициди, комахоїдний
  • εντοπίζω στα ουκρανικά - пляма, люкс, цятка, місце, точка, розмістити, опублікувати, ...
  • εντυπωσιάζω στα ουκρανικά - невід'ємний, враження
  • εντυπωσιακός στα ουκρανικά - разючий, приголомшення, приголомшливий, приголомшуючий, сенсаційний, вражаючий, вражаюче, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντρυφώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: насолода, задоволення, індуктивний, захоплення, захоплювати, поніжитися, поніжитись