Εξαρθρώνω στα δανικά
Μετάφραση: εξαρθρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαρθρώνω
εξαρθρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, εξαρθρώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξαπολύω στα δανικά - Unleashed, udløst, sluppet løs, sendte, udløste
- εξαργυρώνω στα δανικά - kontant, indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
- εξαρτώμαι στα δανικά - afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole
- εξασθένηση στα δανικά - tilbagegang, fald, nedgang, faldet, faldende
Τυχαίες λέξεις
Εξαρθρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere
Μεταφράσεις: forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere