Εξαρθρώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξαρθρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушувати, розстроювати, вивихнути, зрушувати
Εξαρθρώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαρθρώνω

εξαρθρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξαρθρώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξαπολύω στα ουκρανικά - розв'язали
  • εξαργυρώνω στα ουκρανικά - касовий, каш, інкасувати, гроші, готівка, викуповувати, викупляти, ...
  • εξαρτώμαι στα ουκρανικά - розраховувати, покладатись, покладатися, залежте, залежати, залежатиме, залежатимуть
  • εξασθένηση στα ουκρανικά - зниження, зменшення
Τυχαίες λέξεις
Εξαρθρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: порушувати, розстроювати, вивихнути, зрушувати