Εξαρθρώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εξαρθρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsinarinti, išnirti, nykstelėti, išsisukti, Dyslokować
Εξαρθρώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαρθρώνω

εξαρθρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξαρθρώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εξαπολύω στα λιθουανικά - Unleashed, paleista, sukėlė, panaudotas
  • εξαργυρώνω στα λιθουανικά - kasa, grynieji, išpirkti, atpirkti, išpirktų, išpirks, išperka
  • εξαρτώμαι στα λιθουανικά - priklausyti, priklauso, priklausys, priklauso nuo, priklausys nuo
  • εξασθένηση στα λιθουανικά - žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
Τυχαίες λέξεις
Εξαρθρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išsinarinti, išnirti, nykstelėti, išsisukti, Dyslokować