Εξαρτώμαι στα δανικά

Μετάφραση: εξαρτώμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole
Εξαρτώμαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαρτώμαι

εξαρτώμαι εξαρτάσαι, εξαρτώμαι αόριστος, εξαρτώμαι λεξικο, εξαρτώμαι στα αγγλικα, ρήμα εξαρτώμαι, εξαρτώμαι λεξικό γλώσσας δανικά, εξαρτώμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξαργυρώνω στα δανικά - kontant, indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
  • εξαρθρώνω στα δανικά - forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere
  • εξασθένηση στα δανικά - tilbagegang, fald, nedgang, faldet, faldende
  • εξασκώ στα δανικά - øve, praksis
Τυχαίες λέξεις
Εξαρτώμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole