Εξαρτώμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξαρτώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afhangen, afhankelijk zijn, hangen, vertrouwen, afhankelijk
Εξαρτώμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαρτώμαι

εξαρτώμαι εξαρτάσαι, εξαρτώμαι αόριστος, εξαρτώμαι λεξικο, εξαρτώμαι στα αγγλικα, ρήμα εξαρτώμαι, εξαρτώμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξαρτώμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξαργυρώνω στα ολλανδικά - contant, verlossen, aflossen, terugkopen, inwisselen, te verlossen
  • εξαρθρώνω στα ολλανδικά - ontwrichten, verstuiken, verrekken, te ontwrichten, dislocate, ontwricht
  • εξασθένηση στα ολλανδικά - achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
  • εξασκώ στα ολλανδικά - oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice
Τυχαίες λέξεις
Εξαρτώμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afhangen, afhankelijk zijn, hangen, vertrouwen, afhankelijk