Επεισόδιο στα δανικά
Μετάφραση: επεισόδιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hændelse, episode, episoden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεισόδιο
επεισόδιο 7 κατω παρταλι, επεισόδιο 135 μπρουσκο, επεισόδιο 129 μπρουσκο, επεισόδιο 134 μπρουσκο, επεισόδιο 374 κλεμμένα όνειρα, επεισόδιο λεξικό γλώσσας δανικά, επεισόδιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- επαύξηση στα δανικά - tilvækst, stigning, forøgelse, trin, inkrement
- επείγων στα δανικά - presserende, uopsættelig, påtrængende, hastende, haster
- επεκτατικός στα δανικά - ekspansiv, ekspansive, ekspansivt
- επεκτείνω στα δανικά - forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
Τυχαίες λέξεις
Επεισόδιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hændelse, episode, episoden
Μεταφράσεις: hændelse, episode, episoden