Επεισόδιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: επεισόδιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
episode, incident, aflevering, voorval
Επεισόδιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεισόδιο

επεισόδιο 7 κατω παρταλι, επεισόδιο 135 μπρουσκο, επεισόδιο 129 μπρουσκο, επεισόδιο 134 μπρουσκο, επεισόδιο 374 κλεμμένα όνειρα, επεισόδιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επεισόδιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επαύξηση στα ολλανδικά - aanwas, vermeerdering, Toename, increment, verhoging
  • επείγων στα ολλανδικά - brandend, dringend, urgent, spoedeisend, dringende, urgente
  • επεκτατικός στα ολλανδικά - overweldigend, weids, groots, verheven, grandioos, expansieve, uitgestrekte, ...
  • επεκτείνω στα ολλανδικά - omvang, grootte, bestek, verlengen, uitbreiden, uitstrekken, zich uitstrekken, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεισόδιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: episode, incident, aflevering, voorval