Επιμένω στα δανικά
Μετάφραση: επιμένω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
insistere, insisterer, insistere på, kræve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμένω
επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο, επιμένω κυριαζής στίχοι, επιμένω - χρήστος κυριαζής, επιμένω συνώνυμο, επιμένω ελληνικά, επιμένω λεξικό γλώσσας δανικά, επιμένω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιλογή στα δανικά - valg, option, mulighed, indstilling, mulighed for, løsning
- επιμέλεια στα δανικά - varetægt, forældremyndighed, forvaring, forældremyndigheden, varetægtsfængslet
- επιμήκης στα δανικά - aflange, aflang, aflangt
- επιμήκυνση στα δανικά - forlængelse, forlængelsen, brudforlængelse, strækning, elongering
Τυχαίες λέξεις
Επιμένω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: insistere, insisterer, insistere på, kræve
Μεταφράσεις: insistere, insisterer, insistere på, kræve