Επιμένω στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιμένω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandringen, dringen, erop, eisen, erop aandringen
Επιμένω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμένω

επιμένω σ' έναν άλλο κόσμο, επιμένω κυριαζής στίχοι, επιμένω - χρήστος κυριαζής, επιμένω συνώνυμο, επιμένω ελληνικά, επιμένω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιμένω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιλογή στα ολλανδικά - alternatief, keur, passage, keus, optie, keuze, verkiezing, ...
  • επιμέλεια στα ολλανδικά - vlijt, hechtenis, bewaring, voogdij, custody, het gezag
  • επιμήκης στα ολλανδικά - langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig
  • επιμήκυνση στα ολλανδικά - verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek
Τυχαίες λέξεις
Επιμένω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aandringen, dringen, erop, eisen, erop aandringen