Επιτελείο στα δανικά
Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτελείο
επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας δανικά, επιτελείο στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιτακτικός στα δανικά - autoritativ, autoritative, autoritativt, gyldighed, officiel
- επιταχύνω στα δανικά - hastighed, hastigheden, speed, fart
- επιτηδειότητα στα δανικά - dygtighed, færdighed, spil, færdigheder, evner
- επιτηδευμένος στα δανικά - skingre, forloren, uægte
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
Μεταφράσεις: personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab